- εὐλίμενος
- εὐλίμενοςwith good harboursmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλίμενος — η, ο (Α εὐλίμενος, ον) αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλίμενο (για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο τής Ελλάδας») … Dictionary of Greek
εὐλιμενώτατον — εὐλίμενος with good harbours masc acc superl sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλίμενον — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλιμένους — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλιμένῳ — εὐλίμενος with good harbours masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλίμενα — εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλίμενοι — εὐλίμενος with good harbours masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβλέμονας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ο 1. όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλι 2. βαθιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμ., πιθ. από αρχικό ἀβλέμμων (βυθός) (= όπου δεν… … Dictionary of Greek
ευλιμήν — εὐλιμήν, ένος και εὐλίμην, ενός, ὁ (Α) ο ευλίμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιμήν «λιμάνι»] … Dictionary of Greek
ευλιμενότης — εὐλιμενότης, ἡ (Α) [ευλίμενος] το να έχει μια χώρα καλά λιμάνια, το ευλίμενο … Dictionary of Greek